fret
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | fret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frets |
αόριστος | fretted |
παθητική μετοχή | fretted |
ενεργητική μετοχή | fretting |
fret (en)
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fret | frets |
fret (fr) θηλυκό