πρόνοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόνοια | οι | πρόνοιες |
γενική | της | πρόνοιας | των | προνοιών |
αιτιατική | την | πρόνοια | τις | πρόνοιες |
κλητική | πρόνοια | πρόνοιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόνοια < πρόνους < πρό- + νοῦς
- γενικά, για τη φροντίδα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική providence [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐νοι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόνοια θηλυκό
- η φροντίδα που υπάρχει εκ των προτέρων για την κάλυψη αναγκών ή την αντιμετώπιση κινδύνων
- ≈ συνώνυμα: μέριμνα
- ≠ αντώνυμα: απροβλεψία, απρονοησία
- η σύνεση
- η μέριμνα, ιδίως αυτή που εκδηλώνεται οργανωμένα και δημόσια, προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη
- (ιστορία) η έκταση γης που παραχωρούσε ο βυζαντινός αυτοκράτορας σε στρατιωτικούς ως ανταπόδοση στις υπηρεσίες τους
- (κυπριακά στον πληθυντικό}} οι πρόνοιες: η πρόβλεψη του νόμου, του Συντάγματος κ.λπ.
- οι όροι μιας συμφωνίας
- η εταιρεία είχε εκφράσει ενστάσεις για πρόνοιες που περιλαμβάνονταν στα κείμενα της συμφωνίας αγοραπωλησίας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προνοιακός
- → δείτε τις λέξεις προ και νους
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόνοια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόνοια < πρόνους < πρό- + νοῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόνοια θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- σελ.97. Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόνοιᾰ | αἱ | πρόνοιαι |
γενική | τῆς | προνοίᾱς | τῶν | προνοιῶν |
δοτική | τῇ | προνοίᾳ | ταῖς | προνοίαις |
αιτιατική | τὴν | πρόνοιᾰν | τὰς | προνοίᾱς |
κλητική ὦ! | πρόνοιᾰ | πρόνοιαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προνοίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προνοίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόνοια θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πρόνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.