προνοιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρονοιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πρόνοια ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Τα 70 είδη προνοιακών επιδομάτων είναι δύσκολο να ελεγχθούν, καθώς πληρώνονται από τους δήμους της χώρας στους δικαιούχους, υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πρόνοιας του υπουργείου Εργασίας. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προνοιακός
|