Ετυμολογία

επεξεργασία
prévoyance < prévoyant
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prévoyance prévoyances

prévoyance (fr) θηλυκό


Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία