prévoyance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- prévoyance < prévoyant
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prévoyance | prévoyances |
prévoyance (fr) θηλυκό
- η οξυδέρκεια, η διορατικότητα, η πρόνοια, η προνοητικότητα