Ετυμολογία

επεξεργασία
providence < λατινική providentia < providere

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
providence providences

providence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία