providentiel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- providentiel < providence
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁɔ.vi.dɑ̃.sjɛl/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | providentiel | providentiels |
θηλυκό | providentielle | providentielles |
providentiel (fr)