providentialisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
providentialisme | providentialismes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprovidentialisme (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη providence
ενικός | πληθυντικός |
providentialisme | providentialismes |
providentialisme (fr) αρσενικό