attention
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
attention (en)
To pay attention to...' : προσέχω (κάτι)...
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
attention | attentions |
attention (fr)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον