attention
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαattention (en)
- (μη μετρήσιμο) η προσοχή, η πράξη του να ακούω, να κοιτάω ή να σκέφτομαι προσεκτικά κάτι ή κάποιον· ενδιαφέρον που δείχνουν οι άνθρωποι για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Pay attention to the safety instructions.
- Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
- ⮡ Your attention, please.
- Την προσοχή σας, παρακαλώ.
- ⮡ Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
- Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
- ⮡ Pay attention to the safety instructions.
- (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, ειδική φροντίδα, δράση ή θεραπεία
Πηγές
επεξεργασία- attention - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: φροντίδα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attention | attentions |
attention (fr)
Εκφράσεις
επεξεργασία- (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον