Ουσιαστικό

επεξεργασία

attention (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προσοχή, η πράξη του να ακούω, να κοιτάω ή να σκέφτομαι προσεκτικά κάτι ή κάποιον· ενδιαφέρον που δείχνουν οι άνθρωποι για κάποιον ή κάτι
    ⮡  Pay attention to the safety instructions.
    Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
    ⮡  Your attention, please.
    Την προσοχή σας, παρακαλώ.
    ⮡  Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
    Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
  2. (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, ειδική φροντίδα, δράση ή θεραπεία
    ⮡  The car needs daily attention.
    Το αυτοκίνητο θέλει καθημερινή φροντίδα.
     συνώνυμα: care



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
attention attentions

attention (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία