πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβλεψία οι αβλεψίες
      γενική της αβλεψίας των αβλεψιών
    αιτιατική την αβλεψία τις αβλεψίες
     κλητική αβλεψία αβλεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αβλεψία< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβλεψία (ανικανότητα να βλέπεις)[1] < ἀβλεπτῶ < ἀ- + βλεψ- (βλέπω) + -ία. Aρχική σημασία: «τύφλωση»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβλεψία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αβλεψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)