αβλεψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβλεψία | οι | αβλεψίες |
γενική | της | αβλεψίας | των | αβλεψιών |
αιτιατική | την | αβλεψία | τις | αβλεψίες |
κλητική | αβλεψία | αβλεψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβλεψία< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβλεψία (ανικανότητα να βλέπεις)[1] < ἀβλεπτῶ < ἀ- + βλεψ- (βλέπω) + -ία. Aρχική σημασία: «τύφλωση»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vleˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βλε‐ψί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβλεψία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβλεψία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβλεψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβλεψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)