παραδρομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραδρομή, από τη φράση ἐν παραδρομῇ[1] < παρατρέχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðɾoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δρο‐μή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραδρομή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- εκ παραδρομής (λόγιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραδρομή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παραδρομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραδρομή | αἱ | παραδρομαί |
γενική | τῆς | παραδρομῆς | τῶν | παραδρομῶν |
δοτική | τῇ | παραδρομῇ | ταῖς | παραδρομαῖς |
αιτιατική | τὴν | παραδρομήν | τὰς | παραδρομᾱ́ς |
κλητική ὦ! | παραδρομή | παραδρομαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδρομᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραδρομαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραδρομή < παραδραμεῖν, απαρέμφατο αορίστου β' του παρατρέχω παρα-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραδρομή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη παρατρέχω
Πηγές
επεξεργασία- παραδρομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραδρομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.