Ετυμολογία

επεξεργασία
αβλεπής < αβλεπτώ

  Επίθετο

επεξεργασία

αβλεπής

  1. μηδαμινός, τιποτένιος, ανάξιος ακόμα και να τον κοιτάξεις
  2. που κάνει συχνά λάθη, αβλεψίες επειδή δεν προσέχει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία