πολύτροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύτροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύτροπος < πολύ- + τρόπος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύτροπος, -η, -ο
- που δημιουργεί πολλά τεχνάσματα, εύστροφος, προσωνυμία του Οδυσσέα
- ※ Μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, για την Οδύσσεια του Ομήρου
- τον άντρα τον πολύτροπο, πες μου θεά […]
- ※ Μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, για την Οδύσσεια του Ομήρου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύτροπος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- πολύτροπος, -ος, -ον
- αυτός που τρέπεται σε πολλά μέρη, ή στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις
- κοσμογυρισμένος
- εύστροφος, δόλιος, πανούργος, ευμετάβλητος
- ποικίλος
- προσωνυμία του Οδυσσέα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 1
Παράγωγα
επεξεργασία- πολυτρόπως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολύτροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύτροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.