Δείτε επίσης: ατραπός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀ˘τρᾰπ-
ονομαστική ἀτραπός αἱ ἀτραποί
      γενική τῆς ἀτραποῦ τῶν ἀτραπῶν
      δοτική τῇ ἀτραπ ταῖς ἀτραποῖς
    αιτιατική τὴν ἀτραπόν τὰς ἀτραπούς
     κλητική ! ἀτραπέ ἀτραποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτραπώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀτραποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτραπός < ἀ- + τραπέω / τραπῶ (πατάω σταφύλια) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trep-eie/o, μηδενική βαθμίδα ενεστώτα του *trep- (ποδοπατώ)[1] Κατά τον Beekes, το ρήμα τραπέω (βαδίζω σταθερά) θα πρέπει να διαχωρίζεται από το ρήμα τρέπω (στρίβω, γυρίζω)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀτραπός θηλυκό (ἀτρπός)

  1. ατραπός, μονοπάτι
    ※  χίλιοι δὲ Φωκέων ἐφύλασσον μὲν τὴν ἀτραπὸν ἐν τῇ Οἴτῃ, προσέστω δὲ τῷ παντὶ Ἑλληνικῷ καὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ τούτων. (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Φωκικά, Λοκρών Οζόλων, 20, 1)
  2. οδός (ευθεία)
  3. (μεταφορικά) η πορεία (της ζωής)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τραπέω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. «τραπεώ», «τρέπω» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.