μετατροπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετατροπία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετατροπία θηλυκό
- (μουσική) η τονική απόκλιση, η μετάβαση από τη μία τονικότητα στη άλλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετατροπία