μονότροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονότροπος < αρχαία ελληνική μονότροπος
Επίθετο
επεξεργασίαμονότροπος
- που συμβαίνει κατά έναν μόνο τρόπο
- (φυσική, χημεία) που έχει σχέση με τη μονοτροπία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονότροπος
|