Δείτε επίσης: επιτρέπω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐπιτρέπω   ἐπιτρέπομαι 
Παρατατικός  ἐπέτρεπον   ἐπετρεπόμην 
Μέλλοντας  ἐπιτρέψω   ἐπιτρέψομαι, ἐπιτράψομαι 
Αόριστος  ἐπέτρεψα, ἐπέτραπον   ἐπετρᾰπόμην, ἐπετράπην, ἐπετρέφθην, ἐπετράφθην & ἐπετρεψάμην 
Παρακείμενος  ἐπιτέτρᾰφα   ἐπιτέτραμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπετετράμμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐπιτετράψομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιτρέπω < ἐπι- + τρέπω

ἐπιτρέπω

  1. υποχωρώ, ενδίδω, υποκύπτω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 473 (472-473)
    «φεύγεις δή, ἑκάεργε, Ποσειδάωνι δὲ νίκην | πᾶσαν ἐπέτρεψας, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας·
    «Φεύγεις, τοξότη, άφησες του Ποσειδώνος όλην | την νίκην και τον έκαμες αδίκως να καυχάται·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 36.1
    Ὦ βασιλεῦ, μὴ πάντα ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπίτρεπε, ἀλλ᾽ ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν·
    «Βασιλιά, μην αφήνεις τη νιότη σου και την οργή σου να σε κυριεύουν σε όλα, μόνο συγκράτησε τον εαυτό σου, περιόρισέ τον·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. στρέφω προς
  3. αναθέτω σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 106.1
    Πυνθάνομαι, Ἱστιαῖε, ἐπίτροπον τὸν σόν, τῷ σὺ Μίλητον ἐπέτρεψας, νεώτερα ἐς ἐμὲ πεποιηκέναι πρήγματα·
    «Ιστιαίε, μαθαίνω πως ο τοποτηρητής σου, που εσύ άφησες στα χέρια του τη Μίλητο, έχει προκαλέσει αναταραχή εναντίον μου·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1259 (1259-1260)
    Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω | καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί.
    Λοιπόν ορίζω κηδεμόνα μου τον Αγοράκριτο | και στη δούλεψή του παραδίνω τούτον εδώ τον Παφλαγόνα.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 3, 6.4
    τῶν ξὺν αὑτῷ δὲ χρημάτων τὴν φυλακὴν ἀντὶ τούτων ἐπέτρεψεν Ἁρπάλῳ τῷ Μαχάτα ἄρτι ἐκ τῆς φυγῆς ἥκοντι.
    Σε αντικατάστασή τους ανέθεσε τη διαφύλαξη των χρημάτων που είχε μαζί του στον Άρπαλο, τον γιο του Μαχάτα, που πρόσφατα είχε επιστρέψει από την εξορία.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
  4. παραδίνω τον γιο μου για εκπαίδευση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Λάχηςw, 200d (200c-200d) @scaife.perseus
    ἐάνπερ ἐθέλῃ Σωκράτης τῶν μειρακίων ἐπιμελεῖσθαι, μηδένα ἄλλον ζητεῖν. ἐπεὶ κἂν ἐγὼ τὸν Νικήρατον τούτῳ ἥδιστα ἐπιτρέποιμι, εἰ ἐθέλοι οὗτος·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1098 (1098-1099)
    καὶ νῦν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω σοι τουτονὶ | γερονταγωγεῖν κἀναπαιδεύειν πάλιν.
    Και τώρα σου εμπιστεύομαι τούτον εδώ (δείχνει τον εαυτό του) | να τον γερονταγωγήσεις και να του δώσεις ανατροφή εξαρχής.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. μεταφέρω, κληροδοτώ
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 149 (149-150)
    καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος | κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάροισι γέρας θ᾽ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν.
    κι ύστερα καθένας στα παιδιά του να τα κληροδοτεί, | όσα αγαθά το σπίτι σας τιμούν και την τιμή που ο λαός σάς δείχνει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  6. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε, στηρίζομαι, βασίζομαι σε, αφήνω μια υπόθεση σε κάποιον
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 502
    ἀλλ᾽ ἔχε σιγῇ μῦθον, ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν.»
    Εσύ κράτα το στόμα σου κλειστό, άφησε στους θεούς τα υπόλοιπα.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 139
    καὶ μὴ λήσουσι σφᾶς αὐτοὺς κυρίους ἁπάντων τῶν κοινῶν καταστήσαντες, οἷς οὐδεὶς ἂν οὐδὲν τῶν ἰδίων ἐπιτρέψειεν,
    επίσης, πώς δεν θα καταστήσει διαχειριστές όλων των δημόσιων υποθέσεων ανθρώπους στους οποίους κανένας δεν θα εμπιστευόταν καμιά δική του υπόθεση·
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 35d
    νομίζω τε γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὡς οὐδεὶς τῶν ἐμῶν κατηγόρων, καὶ ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ θεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ ὅπῃ μέλλει ἐμοί τε ἄριστα εἶναι καὶ ὑμῖν.
    γιατί εγώ πιστεύω, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως κανένας από τους κατηγόρους μου, και σας αφήνω εσάς και τον θεό να με κρίνετε, όπως θα νομίσετε καλύτερα και για μένα και για τον εαυτό σας.
    Μετάφραση (1923): Παύλος Νιρβάνας. Αθήνα: Ελευθερουδάκης @greek‑language.gr
  7. διατάζω, παραγγέλλω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 5.11
    ἐκ τούτου οἱ μὲν ἥσυχοι προῆγον, ὁ δὲ τρεῖς ἀφελὼν τὰς τελευταίας τάξεις ἀνὰ διακοσίους ἄνδρας τὴν μὲν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντας ὡς πλέθρον·.
    Τότε οι άλλοι προχωρούσαν ήσυχοι, ενώ αυτός πήρε τα τρία τελευταία τάγματα, που το καθένα είχε διακόσιους άντρες, κι έδωσε διαταγή στο πρώτο να ακολουθεί τη δεξιά πτέρυγα σε απόσταση ενός πλέθρου,
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  8. παραχωρώ, επιτρέπω
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 72.2
    δεδιέναι δὲ καὶ περὶ τῇ πάσῃ πόλει μὴ ἐκείνων ἀποχωρησάντων Ἀθηναῖοι ἐλθόντες σφίσιν οὐκ ἐπιτρέπωσιν, ἢ Θηβαῖοι, ὡς ἔνορκοι ὄντες κατὰ τὸ ἀμφοτέρους δέχεσθαι, αὖθις σφῶν τὴν πόλιν πειράσωσι καταλαβεῖν.
    φοβόνταν για την ίδια την ύπαρξη της πολιτείας τους. Μήπως, δηλαδή, αφού φύγουν [οι Λακεδαιμόνιοι], έρθουν οι Αθηναίοι και δεν τους επιτρέψουν να μείνουν ουδέτεροι ή έρθουν οι Θηβαίοι οι οποίοι, με την πρόφαση ότι η Πλάταια θα ήταν υποχρεωμένη να δέχεται και τις δύο παρατάξεις, μπορούσαν πάλι να επιχειρήσουν να κυριέψουν την πολιτεία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 9, 574b
    Ἂν δὲ δὴ αὐτῷ μὴ ἐπιτρέπωσιν, ἆρ᾽ οὐ τὸ μὲν πρῶτον ἐπιχειροῖ ἂν κλέπτειν καὶ ἀπατᾶν τοὺς γονέας;
    Και αν δεν του το επιτρέψουν, δεν θα τολμήσει να κλέψει και να εξαπατήσει τους γονείς του;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  9. (στη μέση φωνή) έχω την τάση να, στρέφομαι σε κάτι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 12 (12-13)
    σοὶ δ᾽ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα | εἴρεσθ᾽, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω·
    Εσένα όμως η ψυχή σου ορμήθηκε να μάθεις τις βαριές μου | συμφορές, για να με κάνεις πιο πολύ να οδύρομαι και να στενάζω.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  10. (στη μέση φωνή) χρησιμοποιώ κάποιον ως διαιτητή
  11. (στη μέση φωνή) εμπιστεύομαι, αφήνω μια υπόθεση σε κάποιον
  12. (στην παθητική φωνή) ανατίθεμαι, επιφορτίζομαι με κάτι, μου έχει ανατεθεί κάτι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 25
    ᾧ λαοί τ᾽ ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλε·
    που σ᾽ αυτόν κρέμονται οι λαοί και έχει φροντίδες τόσες·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία