κατατροπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατροπώνω < αρχαία ελληνική κατατροπῶ < κατα- + τροπῶ < τρόπος
Ρήμα
επεξεργασίακατατροπώνω
- αναγκάζω τον αντίπαλο ή τον εχθρό μου να υποχωρήσει, να εγκαταλείψει γρήγορα το πεδίο μάχης, και κατ' επέκταση τον κατανικώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατροπώνω | κατατρόπωνα | θα κατατροπώνω | να κατατροπώνω | κατατροπώνοντας | |
β' ενικ. | κατατροπώνεις | κατατρόπωνες | θα κατατροπώνεις | να κατατροπώνεις | κατατρόπωνε | |
γ' ενικ. | κατατροπώνει | κατατρόπωνε | θα κατατροπώνει | να κατατροπώνει | ||
α' πληθ. | κατατροπώνουμε | κατατροπώναμε | θα κατατροπώνουμε | να κατατροπώνουμε | ||
β' πληθ. | κατατροπώνετε | κατατροπώνατε | θα κατατροπώνετε | να κατατροπώνετε | κατατροπώνετε | |
γ' πληθ. | κατατροπώνουν(ε) | κατατρόπωναν κατατροπώναν(ε) |
θα κατατροπώνουν(ε) | να κατατροπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατρόπωσα | θα κατατροπώσω | να κατατροπώσω | κατατροπώσει | ||
β' ενικ. | κατατρόπωσες | θα κατατροπώσεις | να κατατροπώσεις | κατατρόπωσε | ||
γ' ενικ. | κατατρόπωσε | θα κατατροπώσει | να κατατροπώσει | |||
α' πληθ. | κατατροπώσαμε | θα κατατροπώσουμε | να κατατροπώσουμε | |||
β' πληθ. | κατατροπώσατε | θα κατατροπώσετε | να κατατροπώσετε | κατατροπώστε | ||
γ' πληθ. | κατατρόπωσαν κατατροπώσαν(ε) |
θα κατατροπώσουν(ε) | να κατατροπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατροπώσει | είχα κατατροπώσει | θα έχω κατατροπώσει | να έχω κατατροπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατροπώσει | είχες κατατροπώσει | θα έχεις κατατροπώσει | να έχεις κατατροπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατροπώσει | είχε κατατροπώσει | θα έχει κατατροπώσει | να έχει κατατροπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατροπώσει | είχαμε κατατροπώσει | θα έχουμε κατατροπώσει | να έχουμε κατατροπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατροπώσει | είχατε κατατροπώσει | θα έχετε κατατροπώσει | να έχετε κατατροπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατροπώσει | είχαν κατατροπώσει | θα έχουν κατατροπώσει | να έχουν κατατροπώσει |
|