Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατροπώνω < αρχαία ελληνική κατατροπῶ < κατα- + τροπῶ < τρόπος

  Ρήμα επεξεργασία

κατατροπώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία