Δείτε επίσης: εντροπία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντροπία < ἐν + τροπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐντροπία θηλυκό (ιωνικός τύπος : ἐντροπίη)