παρατρέπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατρέπω < αρχαία ελληνική παρατρέπω < παρά + τρέπω
Ρήμα επεξεργασία
παρατρέπω
- (αρχαιοπρεπές) τρέπω σε άλλη κατεύθυνση
Συγγενικά επεξεργασία
- παρατετραμμένος
- παρατροπή
- παράτροπος
- → δείτε τις λέξεις παρά και τρέπω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρατρέπω
|