ανεπιστρεπτί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπιστρεπτί < ἀνεπιστρεπτί
Επίρρημα
επεξεργασίαανεπιστρεπτί
- οριστικά και αμετάκλητα, δίχως επιστροφή, δίχως πισωγύρισμα, ποτέ ή για πάντα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα
- ο χρόνος κυλά ανεπιστρεπτί