σατράπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σατράπης | οι | σατράπες |
γενική | του | σατράπη | των | σατραπών |
αιτιατική | τον | σατράπη | τους | σατράπες |
κλητική | σατράπη | σατράπες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σατράπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σατράπης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σατράπης αρσενικό
- (ιστορία) (στην αρχαία Περσία) ο διοικητής μιας σατραπείας (επαρχίας του περσικού κράτους)
- (μεταφορικά) αυταρχικός και τυραννικός άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σᾰτρᾰπα- | |||||
ονομαστική | ὁ | σατράπης | οἱ | σατράπαι | |
γενική | τοῦ | σατράπου | τῶν | σατραπῶν | |
δοτική | τῷ | σατράπῃ | τοῖς | σατράπαις | |
αιτιατική | τὸν | σατράπην | τοὺς | σατράπᾱς | |
κλητική ὦ! | σατράπη | σατράπαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σατράπᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σατράπαιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σατράπης < (άμεσο δάνειο) ιρανικής προέλευσης (παλαιάς ιρανικής) *xšaθra-pā/ă- Συγγενή: αρχαία περσική 𐎧𐏁𐏂𐎱𐎠𐎺𐎠 (xšaçapāvā, προστάτης του βασιλείου ή της επαρχίας) < 𐎧𐏁𐏂𐎶 (xšaça-, βασίλειο, επαρχία) + 𐎱𐎠𐎮𐎹 (√pā, προστατεύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σατράπης σᾰτρᾰπ- αρσενικό
- (πολιτική)ο σατράπης, διοικητής σατραπείας στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών στην Περσία
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- σατράπης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σατράπης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.