πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰτρᾰπα-
ονομαστική σατράπης οἱ σατράπαι
      γενική τοῦ σατράπου τῶν σατραπῶν
      δοτική τῷ σατράπ τοῖς σατράπαις
    αιτιατική τὸν σατράπην τοὺς σατράπᾱς
     κλητική ! σατράπη σατράπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σατράπ
γεν-δοτ τοῖν  σατράπαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σατράπης σᾰτρᾰπ- αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία