σατράπικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σατράπικος < αρχαία ελληνική σατραπικός < σατράπης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίασατράπικος, -η, -ο
- σχετικός με τον σατράπη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σατράπικος
|