Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σατραπισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σατραπισμ
ός
οι
σατραπισμ
οί
γενική
του
σατραπισμ
ού
των
σατραπισμ
ών
αιτιατική
τον
σατραπισμ
ό
τους
σατραπισμ
ούς
κλητική
σατραπισμ
έ
σατραπισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σατραπισμός
<
σατράπης
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σατραπισμός
αρσενικό
(
λόγιο
)
αυταρχικότητα
,
σκληρότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σατράπης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σατραπισμός
→
δείτε
τις λέξεις
αυταρχικότητα
και
σκληρότητα