↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλαλος η άλαλη το άλαλο
      γενική του άλαλου της άλαλης του άλαλου
    αιτιατική τον άλαλο την άλαλη το άλαλο
     κλητική άλαλε άλαλη άλαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλαλοι οι άλαλες τα άλαλα
      γενική των άλαλων των άλαλων των άλαλων
    αιτιατική τους άλαλους τις άλαλες τα άλαλα
     κλητική άλαλοι άλαλες άλαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άλαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλαλος

  Επίθετο

επεξεργασία

άλαλος, -η, -ο

  1. χωρίς λαλιά, βουβός
  2. που έμεινε άφωνος από κατάπληξη
  3. (νευρολογία) αλεκτικός ασθενής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία