• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

άλαλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλαλος η άλαλη το άλαλο
      γενική του άλαλου της άλαλης του άλαλου
    αιτιατική τον άλαλο την άλαλη το άλαλο
     κλητική άλαλε άλαλη άλαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλαλοι οι άλαλες τα άλαλα
      γενική των άλαλων των άλαλων των άλαλων
    αιτιατική τους άλαλους τις άλαλες τα άλαλα
     κλητική άλαλοι άλαλες άλαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
άλαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλαλος

Επίθετο

επεξεργασία

άλαλος, -η, -ο

  1. χωρίς λαλιά, βουβός
  2. που έμεινε άφωνος από κατάπληξη
  3. (νευρολογία) αλεκτικός ασθενής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αλαλία
  • λαλιά
  • λαλίστατος
  • → και δείτε τη λέξη λαλώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    άλαλος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άλαλος&oldid=5450079"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 12:54

Γλώσσες

    • English
    • Eesti
    • Kurdî
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 12:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας