άλαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άλαλος | η | άλαλη | το | άλαλο |
γενική | του | άλαλου | της | άλαλης | του | άλαλου |
αιτιατική | τον | άλαλο | την | άλαλη | το | άλαλο |
κλητική | άλαλε | άλαλη | άλαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άλαλοι | οι | άλαλες | τα | άλαλα |
γενική | των | άλαλων | των | άλαλων | των | άλαλων |
αιτιατική | τους | άλαλους | τις | άλαλες | τα | άλαλα |
κλητική | άλαλοι | άλαλες | άλαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άλαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλαλος
Επίθετο
επεξεργασίαάλαλος, -η, -ο
- χωρίς λαλιά, βουβός
- που έμεινε άφωνος από κατάπληξη
- (νευρολογία) αλεκτικός ασθενής
Συγγενικά
επεξεργασία- αλαλία
- λαλιά
- λαλίστατος
- → και δείτε τη λέξη λαλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία άλαλος
|