αλαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλαλία | οι | αλαλίες |
γενική | της | αλαλίας | των | αλαλιών |
αιτιατική | την | αλαλία | τις | αλαλίες |
κλητική | αλαλία | αλαλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαλία < νεολατινική alalia < αρχαία ελληνική λαλιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλαλία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
2