Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφασία οι αφασίες
      γενική της αφασίας των αφασιών
    αιτιατική την αφασία τις αφασίες
     κλητική αφασία αφασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική aphasia < αρχαία ελληνική ἀφᾰσία < ἄφατος < ἀ- + φημί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφασία θηλυκό

  1. (ιατρική) η απώλεια της γλωσσικής ικανότητας (κατανόησης ή χρήσης γραπτού ή προφορικού λόγου) που οφείλεται σε εγκεφαλική βλάβη (ή άλλους λόγους)
  2. (ιατρική) η καθολική απώλεια αισθήσεων
  3. (αργκό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο με απρόβλεπτες αντιδράσεις
    Τι έκανε πάλι ο άνθρωπος, σκέτη αφασία είναι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία