Δείτε επίσης: αφασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφασία < ἄφατος < ἀ- στερητικό + φημί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀφασία θηλυκό

  • η αφασία, η αδυναμία να μιλήσει κάποιος από φόβο ή αβεβαιότητα