άφατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφατος | η | άφατη | το | άφατο |
γενική | του | άφατου | της | άφατης | του | άφατου |
αιτιατική | τον | άφατο | την | άφατη | το | άφατο |
κλητική | άφατε | άφατη | άφατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφατοι | οι | άφατες | τα | άφατα |
γενική | των | άφατων | των | άφατων | των | άφατων |
αιτιατική | τους | άφατους | τις | άφατες | τα | άφατα |
κλητική | άφατοι | άφατες | άφατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άφατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφατος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.fa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐φα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
άφατος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άφατος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άφατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας