ανείπωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈni.po.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νεί‐πω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ανείπωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, τόσο σημαντικός, έντονος, συνταρακτικός
- που δεν ειπώθηκε, που δεν είναι ειπωμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- ανείπωτα (επίρρημα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανείπωτος
Πηγές επεξεργασία
- ανείπωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανείπωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανείπωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας