Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανείπωτος η ανείπωτη το ανείπωτο
      γενική του ανείπωτου της ανείπωτης του ανείπωτου
    αιτιατική τον ανείπωτο την ανείπωτη το ανείπωτο
     κλητική ανείπωτε ανείπωτη ανείπωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανείπωτοι οι ανείπωτες τα ανείπωτα
      γενική των ανείπωτων των ανείπωτων των ανείπωτων
    αιτιατική τους ανείπωτους τις ανείπωτες τα ανείπωτα
     κλητική ανείπωτοι ανείπωτες ανείπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανείπωτος < αν- + είπα + -ωτος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈni.po.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νεί‐πω‐τος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ανείπωτος

  1. που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, τόσο σημαντικός, έντονος, συνταρακτικός
     συνώνυμα: απερίγραπτος, άφατος
  2. που δεν ειπώθηκε, που δεν είναι ειπωμένος
     συνώνυμα: άρρητος, άφατος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία