ανείπωτος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈni.po.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νεί‐πω‐τος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανείπωτος
- που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, τόσο σημαντικός, έντονος, συνταρακτικός
- που δεν ειπώθηκε, που δεν είναι ειπωμένος