Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ειπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ειπωμέν
ος
η
ειπωμέν
η
το
ειπωμέν
ο
γενική
του
ειπωμέν
ου
της
ειπωμέν
ης
του
ειπωμέν
ου
αιτιατική
τον
ειπωμέν
ο
την
ειπωμέν
η
το
ειπωμέν
ο
κλητική
ειπωμέν
ε
ειπωμέν
η
ειπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ειπωμέν
οι
οι
ειπωμέν
ες
τα
ειπωμέν
α
γενική
των
ειπωμέν
ων
των
ειπωμέν
ων
των
ειπωμέν
ων
αιτιατική
τους
ειπωμέν
ους
τις
ειπωμέν
ες
τα
ειπωμέν
α
κλητική
ειπωμέν
οι
ειπωμέν
ες
ειπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ειπωμένος
μετοχή
παθητικού
αορίστου
του ρήματος
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειπωμένος
γαλλικά
:
dit
(fr)