Ετυμολογία

επεξεργασία
ineffable < (άμεσο δάνειο) γαλλική ineffable < λατινική ineffabilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈnɛf.ə.bəl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌɪnˈɛf.ə.bəl/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο

επεξεργασία

ineffable (en)

  1. ανείπωτος, άφατος
     συνώνυμα: indescribable, inexpressible, unspeakable
  2. που απαγορεύεται να προφερθεί
     συνώνυμα: taboo, unspeakable, unutterable

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
ineffable ineffables

  Επίθετο

επεξεργασία

ineffable (fr) αρσενικό ή θηλυκό