ineffable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ineffable < (άμεσο δάνειο) γαλλική ineffable < λατινική ineffabilis
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪˈnɛf.ə.bəl/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌɪnˈɛf.ə.bəl/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
ineffable (en)
επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ineffable | ineffables |
Επίθετο επεξεργασία
ineffable (fr) αρσενικό ή θηλυκό