taboo
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- taboo < πολυνησιακή γλώσσα (άμεσο δάνειο) τόνγκα tapu (απαγορευμένος, ιερός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
taboo (en)
- το ταμπού
Απόγονοι επεξεργασία
taboo (αγγλικά)
- ↷ γαλλικά: tabou
- ↷ νέα ελληνικά: ταμπού