Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tabou < (άμεσο δάνειο) αγγλική taboo < πολυνησιακή γλώσσα τόνγκα tapu (απαγορευμένος, ιερός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.bu/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tabou tabous

tabou (fr) αρσενικό

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tabou tabous
θηλυκό taboue taboues

tabou (fr)

  • που υπόκειται στο ταμπού, που απαγορεύεται εξαιτίας ενός ταμπού

Συγγενικά επεξεργασία