Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tabou
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.4
Επίθετο
1.4.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
tabou
<
(
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
taboo
<
πολυνησιακή γλώσσα
τόνγκα
tapu
(απαγορευμένος, ιερός)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ta.bu
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
tabou
tabous
tabou
(fr)
αρσενικό
το
ταμπού
Επίθετο
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
tabou
tabous
θηλυκό
taboue
taboues
tabou
(fr)
που υπόκειται στο
ταμπού
, που απαγορεύεται εξαιτίας ενός ταμπού
Συγγενικά
επεξεργασία
tabouiser