ταμπού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταμπού < (λόγιο δάνειο) γαλλική tabou[1] < αγγλική taboo < τόνγκα tapu (απαγορευμένος) < πρωτοπολυνησιακή *tapu
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπού ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) πρόσωπο ή αντικείμενο ιερό (ή μολυσμένο, μιαρό), που δεν επιτρέπεται να το πλησιάσουμε ή να το χρησιμοποιήσουμε
- (κατ’ επέκταση) πρόσωπο ή κατάσταση, (για) τα οποία αποφεύγουμε να συζητάμε ή να τα κριτικάρουμε
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ταμπού στη Βικιπαίδεια
- τοτέμ
- φετίχ
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ταμπού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας