Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαρηκοΐα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βαρηκοΐ
α
οι
βαρηκοΐ
ες
γενική
της
βαρηκοΐ
ας
των
βαρηκοϊ
ών
αιτιατική
τη
βαρηκοΐ
α
τις
βαρηκοΐ
ες
κλητική
βαρηκοΐ
α
βαρηκοΐ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαρηκοΐα
<
μεσαιωνική ελληνική
βαρηκοΐα
<
αρχαία ελληνική
βαρυηκοΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαρηκοΐα
θηλυκό
η
πάθηση
του
βαρήκοου
, η
μειωμένη
ικανότητα
ακοής
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βαρήκοος
,
βαρύς
και
ακούω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαρηκοΐα
αγγλικά
:
poor hearing
(en)