βαρυηκοΐα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βαρυηκοΐᾱ | αἱ | βαρυηκοΐαι |
γενική | τῆς | βαρυηκοΐᾱς | τῶν | βαρυηκοϊῶν |
δοτική | τῇ | βαρυηκοΐᾳ | ταῖς | βαρυηκοΐαις |
αιτιατική | τὴν | βαρυηκοΐᾱν | τὰς | βαρυηκοΐᾱς |
κλητική ὦ! | βαρυηκοΐᾱ | βαρυηκοΐαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαρυηκοΐᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαρυηκοΐαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρυηκοΐα < βαρυήκο(ος) + -ία < (βαρύς) βαρυ- + ἀκούω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρυηκοΐα θηλυκό
- βαρηκοΐα
- ※ Διὸ ἡ βαρυηκοΐα τῶν ᾿Ιουδαίων τὴν φωνὴν τῶν σαλπίγγων οὐ παρεδέξατο (Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον του Μωυσέως Βίον, 2, 159, 4)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βαρυηκοΐα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρυηκοΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.