αξινάρ
Ποντιακά (pnt)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αξινάρ | αξινάρεα |
γενική | αξιναρί | αξιναρίων |
αιτιατική | αξινάρ | αξινάρεα |
κλητική | αξινάρ | αξινάρεα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αξινάρ < αρχαία ελληνική ἀξίνη
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αξινάρ ουδέτερο
- η αξίνα