Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bonde bondes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bonde (fr) θηλυκό

  1. άνοιγμα που επιτρέπει την εκκένωση ενός έλους, ενός βαρελιού, κ.α.
  2. ξύλινο εξάρτημα που κλείνει το παραπάνω άνοιγμα
  3. μεταλλικό εξάρτημα που κλείνει έναν νεροχύτη, έναν νιπτήρα, μια μπανιέρα, κ.α.