ενικός         πληθυντικός  
soldier soldiers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

soldier (en)

  • ο στρατιώτης
    ⮡  In the first days of the exercise, the soldiers must be trained in building trenches.
    Τις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία