scout
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
scout (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- scout < (άμεσο δάνειο) αγγλική scout < παλαιά γαλλική escoute (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scout | scouts |
scout (fr) αρσενικό ή θηλυκό
επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
scout (it)