scout
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scout | scouts |
scout (en)
- ο πρόσκοπος, η προσκοπίνα, νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού
- ⮡ the Scouts of Greece - το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων
- ⮡ a boy scout/a girl scout - πρόσκοπος/προσκοπίνα
- ⮡ a cub scout - λυκόπουλο
- ο ανιχνευτής, στρατιώτης με αποστολή την ανίχνευση
- ⮡ The scouts informed us that the enemy was near.
- Οι ανιχνευτές μάς ειδοποίησαν ότι ο εχθρός βρισκόταν κοντά.
- ⮡ The scouts informed us that the enemy was near.
- ο κυνηγός ταλέντων
- ⮡ a talent scout - κυνηγός ταλέντων
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | scout |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scouts |
αόριστος | scouted |
παθητική μετοχή | scouted |
ενεργητική μετοχή | scouting |
scout (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανιχνεύω, ψάχνω μια περιοχή ή διάφορες περιοχές για να βρω ή να ανακαλύψω κάτι
- ⮡ They were scouting the ground.
- Ανίχνευαν το έδαφος.
- ⮡ They were scouting the ground.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- scout < (άμεσο δάνειο) αγγλική scout < παλαιά γαλλική escoute (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scout | scouts |
scout (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αναγραμματισμοί
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαscout (it)