Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόσκοπος οι πρόσκοποι
      γενική του προσκόπου
πρόσκοπου
των προσκόπων
    αιτιατική τον πρόσκοπο τους προσκόπους
     κλητική πρόσκοπε πρόσκοποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσκοπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσκοπος (στρατιώτης προφυλακής), (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική boy scout.[1] Αναλύεται σε πρό- + -σκοπος (σκοπός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σκο‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσκοπος αρσενικό (θηλυκό προσκοπίνα)

  • άτομο που είναι μέλος του Σώματος Ελληνικών Προσκόπων ή μιας αντίστοιχης ξένης οργάνωσης που προωθεί τον προσκοπισμό

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία