πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόσκοπος οι πρόσκοποι
      γενική του προσκόπου
& πρόσκοπου
των προσκόπων
    αιτιατική τον πρόσκοπο τους προσκόπους
     κλητική πρόσκοπε πρόσκοποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόσκοπος αρσενικό (θηλυκό προσκοπίνα)

  • άτομο που είναι μέλος του Σώματος Ελληνικών Προσκόπων ή μιας αντίστοιχης ξένης οργάνωσης που προωθεί τον προσκοπισμό

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία