Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσκοπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσκοπικ
ός
η
προσκοπικ
ή
το
προσκοπικ
ό
γενική
του
προσκοπικ
ού
της
προσκοπικ
ής
του
προσκοπικ
ού
αιτιατική
τον
προσκοπικ
ό
την
προσκοπικ
ή
το
προσκοπικ
ό
κλητική
προσκοπικ
έ
προσκοπικ
ή
προσκοπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσκοπικ
οί
οι
προσκοπικ
ές
τα
προσκοπικ
ά
γενική
των
προσκοπικ
ών
των
προσκοπικ
ών
των
προσκοπικ
ών
αιτιατική
τους
προσκοπικ
ούς
τις
προσκοπικ
ές
τα
προσκοπικ
ά
κλητική
προσκοπικ
οί
προσκοπικ
ές
προσκοπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσκοπικός
<
πρόσκοπος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
προσκοπικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
πρόσκοπο
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
προσκοπικά
→
δείτε
τη λέξη
πρόσκοπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσκοπικός
αγγλικά
:
scout
(en)