Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκοπικός η προσκοπική το προσκοπικό
      γενική του προσκοπικού της προσκοπικής του προσκοπικού
    αιτιατική τον προσκοπικό την προσκοπική το προσκοπικό
     κλητική προσκοπικέ προσκοπική προσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκοπικοί οι προσκοπικές τα προσκοπικά
      γενική των προσκοπικών των προσκοπικών των προσκοπικών
    αιτιατική τους προσκοπικούς τις προσκοπικές τα προσκοπικά
     κλητική προσκοπικοί προσκοπικές προσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκοπικός < πρόσκοπος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

προσκοπικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία