προσκοπικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκοπικά < προσκοπικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
προσκοπικά
- με προσκοπικό τρόπο, με τον τρόπο των προσκόπων
Συγγενικά επεξεργασία
- προσκοπικός
- → δείτε τη λέξη πρόσκοπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσκοπικός