Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανιχνεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανιχνεύσιμ
ος
η
ανιχνεύσιμ
η
το
ανιχνεύσιμ
ο
γενική
του
ανιχνεύσιμ
ου
της
ανιχνεύσιμ
ης
του
ανιχνεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
ανιχνεύσιμ
ο
την
ανιχνεύσιμ
η
το
ανιχνεύσιμ
ο
κλητική
ανιχνεύσιμ
ε
ανιχνεύσιμ
η
ανιχνεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανιχνεύσιμ
οι
οι
ανιχνεύσιμ
ες
τα
ανιχνεύσιμ
α
γενική
των
ανιχνεύσιμ
ων
των
ανιχνεύσιμ
ων
των
ανιχνεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
ανιχνεύσιμ
ους
τις
ανιχνεύσιμ
ες
τα
ανιχνεύσιμ
α
κλητική
ανιχνεύσιμ
οι
ανιχνεύσιμ
ες
ανιχνεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανιχνεύσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ανιχνεύσιμος, -η, -ο
που δύναται να ανιχνευθεί ή να εντοπισθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
trackable
(en)
γαλλικά
:
détectable
(fr)
,
décelable
(fr)