↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανιχνευτικός η ανιχνευτική το ανιχνευτικό
      γενική του ανιχνευτικού της ανιχνευτικής του ανιχνευτικού
    αιτιατική τον ανιχνευτικό την ανιχνευτική το ανιχνευτικό
     κλητική ανιχνευτικέ ανιχνευτική ανιχνευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανιχνευτικοί οι ανιχνευτικές τα ανιχνευτικά
      γενική των ανιχνευτικών των ανιχνευτικών των ανιχνευτικών
    αιτιατική τους ανιχνευτικούς τις ανιχνευτικές τα ανιχνευτικά
     κλητική ανιχνευτικοί ανιχνευτικές ανιχνευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανιχνευτικός < ανιχνεύω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανιχνευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία