ανευρίσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανευρίσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνευρίσκω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neˈvɾi.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νευ‐ρί‐σκω
Ρήμα
επεξεργασίαανευρίσκω
- βρίσκω κάτι που έχει χαθεί ή κάτι που μέχρι τώρα ήταν άγνωστο
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανευρίσκω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανευρίσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας