φρουραρχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρουραρχείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φρουραρχεῖον < φρούραρχ(ος) + -εῖον > -είο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾu.ɾaɾˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρου‐ραρ‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρουραρχείο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ομάδα αρμόδια για τον έλεγχο ή τη διακίνηση στρατεύματος μιας περιφέρειας
- (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και η υπηρεσία του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φρουρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρουραρχείο
|
Πηγές
επεξεργασία- φρουραρχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φρουραρχείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)