Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρουραρχείο τα φρουραρχεία
      γενική του φρουραρχείου των φρουραρχείων
    αιτιατική το φρουραρχείο τα φρουραρχεία
     κλητική φρουραρχείο φρουραρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρουραρχείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φρουραρχεῖον < φρούραρχ(ος) + -εῖον > -είο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾu.ɾaɾˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρου‐ραρ‐χεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρουραρχείο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ομάδα αρμόδια για τον έλεγχο ή τη διακίνηση στρατεύματος μιας περιφέρειας
  2. (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και η υπηρεσία του

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φρουρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία