εθνοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εθνοφύλακας | οι | εθνοφύλακες |
γενική | του του/της |
εθνοφύλακα εθνοφύλακος |
των | εθνοφυλάκων |
αιτιατική | τον/την | εθνοφύλακα | τους/τις | εθνοφύλακες |
κλητική | εθνοφύλακα | εθνοφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εθνοφύλακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο που υπηρετεί στις δυνάμεις της εθνοφυλακής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνοφύλακας
|