Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνοφρουρά οι εθνοφρουρές
      γενική της εθνοφρουράς των εθνοφρουρών
    αιτιατική την εθνοφρουρά τις εθνοφρουρές
     κλητική εθνοφρουρά εθνοφρουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνοφρουρά < έθνος + φρουρά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θno.fɾuˈɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνοφρουρά θηλυκό

  1. στρατιωτική δύναμη που δρα συμπληρωματικά στον τακτικό στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις
  2. ονομασία της στρατιωτικής δύναμης της Κυπριακής Δημοκρατίας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία