Δείτε επίσης: ἐθνάρχης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθνάρχης οι εθνάρχες
      γενική του εθνάρχη των εθναρχών
    αιτιατική τον εθνάρχη τους εθνάρχες
     κλητική εθνάρχη εθνάρχες
Η γενική ενικού και εθνάρχου σε επίσημο ύφος λόγου.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐθνάρχης (κυβερνήτης έθνους}}.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έθν(ος) + -άρχης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈθnaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εθ‐νάρ‐χης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνάρχης αρσενικό

  1. (τιμητικά) ο αρχηγός κάποιου έθνους
  2. τίτλος των αρχιεπισκόπων της Κύπρου
    Οδός Εθνάρχου Μακαρίου

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις έθνος και αρχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία